- συνέψημα
- συνέψημα, ατος, τό,A boiling together, f.l. in Gal.6.531.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνέψημα — ήματος, τὸ, Α [συνέψω] το βρασμένο ή ψημένο μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek